-
1 ποππύζω
A smack the lips or cluck: hence,I call to horses, etc., Ar.Pl. 732, cf. D.S.1.83:—[voice] Med., call to a horse, S.Fr. 878: com., call to a man,πόρρωθεν ἀπιδὼν ἐπόππυσεν Timocl.21.7
;παιδίον ὑποκορίζεσθαι ποππύζων Thphr.Char.20.5
; Ποππύζουσα, title of play by Alexis;κἂν ἀστράφω ποππύζουσιν.. οἱ πάνυ σεμνοί Ar.V. 626
(cf. ποππυσμός).IV in bad sense, play badly on the flute, let the breath be heard in playing, Theoc.5.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποππύζω
См. также в других словарях:
ποππύζω — δωρ. τ. ποππύσδω, Α 1. (ε νεργ και μέσ.) συρίζω με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για να καλέσω ζώο («τοῑς δὲ αἰλούροις καὶ τοῑς ἰχνεύμοσι... ποππύζοντες», Διόδ.) 2. κράζω, φωνάζω κάποιον 3. μιλώ τρυφερά, θωπεύω («καὶ τὸ παιδίον τῆς τίτθης ἀφελόμενος … Dictionary of Greek